Στα πλαίσια της αγωγής υπ’ αριθμόν 5421/2012, ο ενάγων, προσφοροδότης σε διαγωνισμό δημόσιας σύμβασης αιτήθηκε αποζημιώσεις. Συγκεκριμένα, με την ακυρωτική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 18/5/2020 το Δικαστήριο ακύρωσε απόφαση της αρμόδιας αρχής διατάττωντας επανεξέταση της κριθείσας υπόθεσης. Η αναθέτουσα αρχή προχώρησε σε κατακύρωση της εν λόγω δημόσιας σύμβασης σε τρίτο προσφοροδότη και το αντικείμενο της εν λόγω σύμβασης είχε ήδη διενεργηθεί, με αποτέλεσμα η διαταγή του δικαστηρίου προς επανεξέταση να μην δύναται να εκτελεστεί.
Ο ενάγων με την εν λόγω αγωγή αξίωσε αποζημιώσεις ως «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος λόγω της απώλειας ευκαιρίας να του ανατεθεί η εν λόγω δημόσια σύμβαση. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αυθεντίες ως προς το κατά πόσον έχει ο ενάγων δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης. Έθεσε τις σχετικές προϋποθέσεις δηλαδή την ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης, να έχει προηγουμένως απευθυνθεί στη διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματος του προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση και σε περίπτωση όπου δεν υπάρχει ικανοποίηση, να αποταθεί στο Δικαστήριο με αγωγή.
Το δικαστήριο σχολίασε ότι οσάκις υπάρχει αντικειμενική αδυναμία εκτέλεσης της απόφασης in natura, η έννοια της αποκατάστασης θα πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική αποζημίωση, όταν όμως υπάρξει ζημία και εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις προς αποζημίωση. Ο χαρακτήρας της αποζημίωσης αυτής είναι επανορθωτικός υπό την έννοια ότι ισοδυναμεί με αποκατάσταση. Οι αξιώσεις κρίνονται επί της βάσης του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, εφόσον αποδειχθεί πως ο ενάγων πράγματι υπέστη ζημία από την ακυρωθείσα διοικητική απόφαση ή υπέστη ζημία ως άμεση συνέπεια της απόφασης αυτής.
Κατόπιν αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται. Απέμεινε ο καθορισμός του ύψους και είδους των αποζημιώσεων, το οποίο έτυχε ιδιαίτερης και εκτενούς ανάλυςης εκ μέρους του Δικαστηρίου, προς ερμηνεία της «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης» ως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος και η οποία τυγχάνει χαρακτηρισμού ως «ιδιόρρυθμο δικαίωμα» (sui generis). Το Δικαστήριο κατόπιν αναφοράς στο Κοινοτικό Δίκαιο το οποίο δεν προβλέπει πλήρη εναρμόνιση στον τομέα αυτό, και συγκεκριμένα των οδηγιών 89/665/ΕΕΨ και 92/13/ΕΕΨ καθώς και ενδελεχούς έρευνας των δικαιϊκών καθεστώτων των Κρατών Μελών της ΕΕ και συγκεκριμένα της Γαλλίας, Γερμανίας, Ελλάδας, Ιρλανδίας, Ιταλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, κατέληξε ότι κάθε Κράτος Μέλος οφείλει να εξασφαλίσει αποτελεσματική θεραπεία και μέσα εφαρμογής τα οποία είναι διαθέσιμα προς προσφοροδότες οι οποίοι έχουν υποστεί ζημία από παράβαση ουσιαστικών κανόνων προκήρυξης.
Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι προκειμένου το άρθρου 146.6 του Συντάγματος να είναι συμβατό με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε η «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» να αποδίδει αποτελεσματική προστασία στο θιγόμενο συμφέρον των Εναγόντων και να είναι ανάλογο του μεγέθους της ζημίας που έχουν υποστεί από την παράνομη πράξη ή απόφαση των Εναγομένων. Ο εκ προοιμίου αποκλεισμός απόδοσης του διαφυγόντος κέρδους ως τέτοιας θεραπείας είναι ακατάλληλος. Βάσει των δικαστικών παραδόσεων των κρατών μελών που έχουν μνημονευθεί στην απόφαση, καταδεικνύεται ότι έχει αναγνωρισθεί τέτοια θεραπεία ως αναγκαία για να υπάρχει αποτελεσματική προστασία του θιγόμενου προσφοροδότη που απώλεσε την ευκαιρία του να του ανατεθεί η σύμβαση λόγω σφάλματος της αναθέτουσας αρχής.
Ένεκα της προεκτεθείσας ανάλυσης το Δικαστήριο κατέληξε να επιδικάσει υπέρ των Εναγόντων και κατά των εναγομένων αποζημιώσεις για το διαφυγόν καθαρό κέρδος που απώλεσαν οι Ενάγοντες λόγω της απώλειας της ευκαιρίας να τους ανατεθεί η επίδικη σύμβαση.
Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση